Ο Παναγιώτης Λυσσιώτης κατάγεται από την Κύπρο.
Μετανάστευσε με τους γονείς του στην Αυστραλία στις αρχές της δεκαετίας του 1950 όταν ακόμα το νησί ήταν κάτω από αγγλική κατοχή.
Σπούδασε στην Αυστραλία και έμαθε τη γλώσσα του κατακτητή νωρίς.
LISTEN TO
Παναγιώτης Λυσσιώτης: Η πρωτοποριακή ποίηση ενός σπουδαίου ομογενή εικαστικού
28:23
Στα πρώτα του έργα τέχνης, χρησιμοποιούσε το φωτομοντάζ για να εξερευνήσει πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, ενώ οι μετέπειτα φωτογραφίες του εξερευνούν τη σχέση μεταξύ φωτογραφίας και μνήμης.
Ο ομογενής εικαστικός Γιώργος Μιχελακάκης και συγγραφέας του βιβλίου «Η Ελπίδα σε Κρίση – Κουλτούρα και Τέχνη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», έγραψε εκεί πως «το έργο [του Λυσσιώτη] ξεχωρίζει, επειδή στέκεται φανερά με απορία και καχυποψία, απέναντι στα καθορισμένα μέσα που μας παρέχει ο πολιτισμός μας – την εικόνα και τη γλώσσα – για να αντιλαμβανόμαστε τη ζωή».
Ο Λυσσιώτης έχει εκθέσει σε πολλές αίθουσες τέχνης το έργο του ενώ καταπιάστηκε με την παραγωγή βιβλίων ως μορφή τέχνης ιδρύοντας την δική του εκδοτική επιχείρηση, την Masterthief.
Έργα του Παναγιώτη Λυσσιώτη
Την απαγγελίες των ποιημάτων ο Λυσσιώτης της εμπιστεύτηκε στον φίλο του, συνάδελφο καλλιτέχνη και Κύπριο συμπατριώτη και μεταφραστή Φρίξο Ιωαννίδη.
Το 2004 κυκλοφόρησε η συλλογή «Το Πουλί, το Καμπαναριό».
Στο έργο αυτό έχουμε μια ολόκληρη ενότητα 6 ποιημάτων, με τα οποία ο Λυσσιώτης εκθέτει τις απόψεις του για τις αδυναμίες του φωτογραφικού μέσου.
Έργα του Παναγιώτη Λυσσιώτη
Στο προίμιο της συλλογής «Το Πουλί, το Καμπαναριό», από τις εκδόσεις Owl Publishing του 2005, γράφει πως «η ποίηση [του Λυσσιώτη] είναι απτική, ένα χάδι στον κόσμο.
«Η ελληνική λέξη για το κλισέ, το τετριμμένο, του ταιριάζει απόλυτα: τα ποιήματά του πηγάζουν από τις τετριμμένες, φθαρμένες όψεις του κόσμου, αλλά και χρησιμοποιούν την τεχνική της τριβής για την παραγωγή μιας μη δημιουργικής εικόνας, της πολυχρησιμοποιημένης ή τετριμμένης εικόνας του φωτομοντάζ.
«Τελικά, το απτικό στοιχείο είναι εκείνο που καθιστά το έργο του Λυσιώτη πρωτοποριακό».
Ο Φρίξος Ιωαννίδης στην κατοικία του στη Μελβούρνη / SBS Greek: Panos Apostolou
Μετά αγάπησε τους Γάλλους, όπως τον Γκυστάβ Φλωμπέρ, τον Βίκτωρ Ουγκώ και τον Εμίλ Ζολά.
Από τους Αυστραλούς ξεχώρισε την Christina Stead και τον Patrick White.
Έπειτα άρχισε να διαβάζει και τους Έλληνες: τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Τάκη Σινόπουλο, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη.
Η συλλογή «Το Πουλί, το Καμπαναριό», του Παναγιώτη Λυσσιώτη, εκδόσεις Owl Publishing, 2005 / SBS Greek: Panos Apostolou
«Μιλούσα ελληνικά, αλλά δεν διάβαζα έργα στα ελληνικά μέχρι που πήγα στο ελληνικό σχολείο.
«Ήταν δύο φορές την εβδομάδα, την Τρίτη και την Παρασκευή στη Μελβούρνη.
«Δίδασκαν συνήθως Έλληνες εργάτες από κάποιο εργοστάσιο που ήταν παθιασμένοι με τα ελληνικά και έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό.
«Και την Παρασκευή ερχόταν ένας ιερέας και μας έδινε και κανά χαστούκι όταν δεν προφέραμε σωστά τη γλώσσα».
Τα βιβλία ήταν και είναι πάντα το καταφύγιο του Λυσσιώτη.
«Σκέφτομαι καλύτερα είτε διαβάζοντας ένα βιβλίο είτε φτιάχνοντας ένα βιβλίο».
ΑΚΟΥΣΤΕ εδώ όλα τα επεισόδια της σειράς
Ποίηση στους Αντίποδες