Πώς, όμως, αντιμετώπιζαν οι Αυστραλοί τους νέους Έλληνες γείτονες και επιχειρηματίες, και πώς τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών βίωναν την όλη εμπειρία. Στα ερωτήματα αυτά, έδωσε απαντήσεις ο Χρήστος Φωτεινόπουλος, Ελληνοαυστραλός δεύτερης γενιάς, ο οποίος μεγάλωσε στο milk-bar, του πατέρα του.
Ο κ. Φωτεινόπουλος, εξήγησε ότι ο πατέρας του ασχολήθηκε με τα milk bar, καθώς ήθελε να είναι αφεντικό του εαυτού του. Ο θείος του κ. Φωτεινόπουλου, δραστηριοποιούνταν, στα milk bar, και έτσι ακολούθησε και ο πατέρας του.
Αντιμετώπισαν, άραγε, το ρατσισμό, από τους Αυστραλούς, όπως καταμαρτυρούν άλλοι Έλληνες. Ο κ. Φωτεινόπουλος, τόνισε ότι απαραίτητο συστατικό της επιχειρηματικής επιτυχίας για έναν Έλληνα, ήταν το να μάθει τη γλώσσα και να «εγκλιματιστεί» με τα ενδιαφέροντα της πλατιάς μάζας των Αυστραλών, όπως για παράδειγμα το footy και τα άλογα. Έτσι έπραξε και ο πατέρας του και γνώρισε την επιτυχία. Ειδάλλως, σημείωσε ο κ. Φωτεινόπουλος, «όποιοι Έλληνες πήγαν κόντρα στους Αυστραλούς, τα έκλεισαν τα μαγαζιά».
Ο κ. Φωτεινόπουλος, ήταν 13 ετών, όταν ο πατέρας του αγόρασε το milk bar. Το κατάστημα, λειτούργησε για εκείνον και την αδερφή του ως ένα ανοικτό πανεπιστήμιο της ζωής, προσφέροντας τους άφθονη αυτοπεποίθηση και πολύτιμη κοινωνικοποίηση.