Αλήθεια, τι γυρεύει ο Αργεντίνος συγγραφέας Λούις Χόρχε Μπόρχες πάνω από μια νερομάνα του Ευρώτα;
Ποιο «παιχνίδι επαγγελματικής διαστροφής» παίζεται εκεί με τον Νομπελίστα Έλληνα ποιητή Γιώργο Σεφέρη και άλλους ομοτέχνους του;
Πώς ένας πιτσιρικάς μυείται στο προπατορικό αμάρτημα, βιώνοντας μια πραγματική «αποπλάνηση», με συνεργό τον Ισραηλινό συγγραφέα Άμοζ Οζ;
Αυτά είναι μερικά ερωτήματα τα οποία απαντώνται στο νέο βιβλίο του ομογενή λογοτέχνη Γιάννη Βασιλακάκο με τίτλο «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα».
O κ. Βασιλακάκος μιλά για το τελευταίο βιβλίο, το οποίο είναι η τρίτη συλλογή διηγημάτων η οποία φέρνει τον κάπως αινιγματικό τίτλο «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα».
Πατήστε Play στην κεντρική φωτογραφία για να ακούσετε την συνέντευξη
Image
Ακολουθεί το κείμενο της συνομιλίας
SBS Greek: Κύριε Βασιλακάκο, επειδή το συγγραφικό σας έργο συμπεριλαμβάνει μια τεράστια γκάμα δημοσιευμένων βιβλίων – 25 αυτοτελή και 5 μεταφρασμένα έως σήμερα – που καλύπτουν όλα τα είδη του λόγου (μυθοπλασία, θέατρο, βιογραφία, αφορισμούς, δοκίμια-μελέτες και μεταφράσεις), θα ήθελα να ξεκινήσουμε ρωτώντας σας, ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας λογοτεχνικό είδος;
Γιάννης Βασιλακάκος: Ανέκαθεν ένιωθα πως ανήκα στο χώρο της μυθοπλασίας και πεζογραφίας, δημοσιεύοντας αρχικά διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Από αρκετά νωρίς όμως στράφηκα και στο θέατρο, καθώς και σ’ αυτόν του δοκιμίου και της κριτικής, λόγω επαγγέλματος και όχι μόνο.
Αρκετά αργότερα, δηλαδή πριν 13 χρόνια (συγκεκριμένα το 2009) καταπιάστηκα και με το βιογραφικό είδος. Έτσι δημοσίευσα βιογραφίες διάσημων συγγραφέων όπως αυτές των Κώστα Ταχτσή, Χρήστου Τσιόλκα, Βασίλη Βασιλικού, Ηλία Πετρόπουλου και Νίκου Καχτίτση, οι οποίες γνώρισαν τεράστια επιτυχία.
Η στροφή αυτή έγινε επειδή εξ απαλών ονύχων με ενδιέφερε η ζωή και το έργο σπουδαίων συγγραφέων, αλλά κι επειδή ένιωθα διακαώς την επιθυμία να ποικίλω το συγγραφικό μου ρεπερτόριο πειραματιζόμενος με νέα λογοτεχνικά είδη.
Για να απαντήσω όμως στην ερώτησή σας, αν και αγαπώ όλα τα είδη με τα οποία ασχολήθηκα, τελικά περισσότερο απ’ όλα λατρεύω τη μυθοπλασία και ιδιαίτερα το διήγημα.
SBS: Το τελευταίο σας βιβλίο είναι η τρίτη συλλογή διηγημάτων που έχετε γράψει. Δηλαδή, εν συγκρίσει με άλλα είδη, δεν έχετε γράψει πολλές συλλογές διηγημάτων. Πώς εξηγείται αυτό;
Γ.Β.: Αυτό εξηγείται απ’ το γεγονός ότι στην πορεία του χρόνου έμπλεξα με διάφορους πειραματισμούς άλλων λογοτεχνικών ειδών και τη συγγραφή πολλών βιβλίων, τα οποία ενίοτε επέβαλαν οι ανάγκες και οι συγκυρίες της εκάστοτε εποχής.
Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι ακολουθούσα κάποιο συρμό ή ότι έχασα το ενδιαφέρον μου για το διήγημα. Πάντως, το γεγονός και μόνο ότι ξεκίνησα τη συγγραφική μου καριέρα με μια συλλογή διηγημάτων («Σκιαγραφίες του κόσμου») το 1973, είναι ενδεικτικό της αγάπης που έτρεφα και τρέφω γι’ αυτό το συγκεκριμένο είδος.
SBS: Η τελευταία συλλογή διηγημάτων σας φέρει τον κάπως αινιγματικό τίτλο «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα». Ερώτηση πρώτη: Γιατί επιλέξατε αυτόν τον κάπως κρυπτικό τίτλο; Ερώτηση δεύτερη: Τι ακριβώς απεικονίζουν τα τέσσερα γραμματόσημα με τους Παλαμά, Καβάφη, Μπόρχες και Σεφέρη στο εξώφυλλο του βιβλίου;
Γ.Β.: Στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας θα απαντούσα ότι η επιλογή μου αυτή προφανώς σχετίζεται άμεσα με τη γοητεία που ασκεί αυτό ακριβώς το «κρυπτικό», όπως το χαρακτηρίσατε, στοιχείο. Πράγμα που αντανακλάται όχι μόνο στο ομώνυμο κείμενο (το πρώτο της συλλογής) αλλά και σε ολόκληρο το βιβλίο συνολικά.
Να σημειώσω ότι το εν λόγω κείμενο δεν είναι ακριβώς αυθεντικό διήγημα αλλά απόσπασμα από άλλο ανέκδοτο έργο μου. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, οι λογοτέχνες που αναφέρατε, και κυρίως ο Μπόρχες (τον οποίο λατρεύω) και ο Σεφέρης, πρωταγωνιστούν μαζί με τον αφηγητή της ιστορίας (που ενδεχομένως να είναι και ο συγγραφέας, σε μια ιεροτελεστία που λαβαίνει χώρα πάνω από μια νερομάνα του ποταμού Ευρώτα στη Σκάλα Λακωνίας.
Μέσω ενός ονείρου καταπιάνονται με την αποκρυπτογράφηση του μυστηρίου της λογοτεχνικής πρακτικής. Δηλαδή προσπαθούν να ξετυλίξουν το μπερδεμένο κουβάρι ζητημάτων όπως: το φανταστικό κι ονειρικό στοιχείο, η διαφορά μεταξύ ζωής και τέχνης, η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση, η υπερβατικότητα, η μνήμη, η παραίσθηση, η διακειμενικότητα, τα βιώματα της εξορίας, του νόστου κλπ.
Άλλωστε, όπως υποδηλώνει και ο υπότιτλος του διηγήματος, πρόκειται για ένα «Άνοστον ήμαρ: ένα κατ’ όναρ παιχνίδι επαγγελματικής διαστροφής». Αλλά και ο Καβάφης πρωταγωνιστεί στο τελευταίο κείμενο της συλλογής με μια τελευταία, αποκλειστική συνέντευξη που δίνει στον συγγραφέα του βιβλίου, σχολιάζοντας τα πάντα και τους πάντες (μέχρι και τον… ελληνισμό της Μελβούρνης!), κάνοντας ταυτόχρονα και μια προσωπική ενδοσκόπηση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ & ΑΚΟΥΣΤΕ
Δυο πατρίδες και η Αυστραλία: Ο κατά Βασιλακάκου Βασίλης Αλεξάκης
SBS: Στα διηγήματα της τελευταίας συλλογής σας, υπάρχει ένας κοινός θεματικός πυρήνας μεταξύ τους και, αν ναι, ποιος είναι αυτός; Αν όχι, γιατί τα συμπεριλάβατε στον ίδιο τόμο;
Γ.Β.: Στον εν λόγω τόμο συστεγάζονται 13 ούτως ειπείν «διηγήματα», τα οποία όμως, χρειάζεται να διευκρινίσω, δεν είναι όλα αυθεντικά. Μόνο τα 10 είναι. Τα υπόλοιπα τρία εξ αυτών θα μπορούσαν να ονομαστούν «αφηγήματα, ιστορίες, ντοκουμέντα» ή κάτι άλλο.
Η συμπερίληψή τους οφείλεται στο γεγονός ότι, πρώτον, τα λογοτεχνικά είδη δεν έχουν πάντα έναν απόλυτα σαφή προσδιορισμό. Αντιθέτως, διακρίνονται από μια ρευστότητα την οποία είναι απολύτως θεμιτό οι συγγραφείς να εκμεταλλεύονται, πειραματιζόμενοι και παίζοντας με αυτή την αμφισημία.
Δεύτερον, αυτά τα μη καθαρόαιμα «διηγήματα» παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, αν όχι και μεγαλύτερο, όσο και τα αυθεντικά. Αυτοί ήταν οι λόγοι που τα συμπεριέλαβα – για να απαντήσω στο ερώτημά σας.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της ερώτησής σας (για τον αν υπάρχει κοινή θεματική στα διηγήματα της συλλογής), στη δική μου περίπτωση αυτό ισχύει. Όχι μόνον η πρόσφατη, αλλά και οι προηγούμενες συλλογές μου αποτελούνται από «σπονδυλωτά διηγήματα», όπως τα έχουν χαρακτηρίσει οι κριτικοί/μελετητές μου, τα οποία συγκροτούν τη ραχοκοκαλιά του όλου αφηγηματικού σώματος.
Γι’ αυτό και στη δική μου περίπτωση υπάρχουν διακριτοί θεματικοί πυρήνες, όπως λ.χ. το αυτοβιογραφικό στοιχείο, η μεταναστευτική εμπειρία, τα έντονα λογοτεχνικά βιώματα, οι διακειμενικές αναφορές κλπ.
SBS: Τι ακριβώς πιστεύετε ότι κομίζει το νέο σας βιβλίο στη λογοτεχνία αλλά και στο αναγνωστικό κοινό γενικότερα;
Γ.Β: Κομίζει κάτι το διαφορετικό, ρηξικέλευθο, πρωτότυπο και καινούργιο. Θεματικά, γλωσσικά και αφηγηματικά. Κάτι που θα ξαφνιάσει και θα ταρακουνήσει. Εξού και το τελευταίο μου πόνημα είναι ιδιαίτερα τολμηρό και ανατρεπτικό. Έπειτα, δεν υπάρχει κανένα απολύτως νόημα στο να αυτο-επαναλαμβάνεται κανείς αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια.
Πράγμα καθόλου εύκολο φυσικά. Εκεί όμως βρίσκεται και η αληθινή μαστοριά του δημιουργού: στο να φέρει μια νέα πνοή στο έργο του. Για μένα κάθε νέο μου βιβλίο αποτελεί μια πρόκληση, ένα ρίσκο κι ένα στοίχημα:
Πρώτον, με τον εαυτό μου (για το αν και κατά πόσο πέτυχα τον αρχικό στόχο μου).
Δεύτερον, με τον εκδότη μου (ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του ρισκάρει προσδοκίες αλλά και χρήματα πάνω μου, και μάλιστα σε οικονομικά χαλεπούς καιρούς).
Τρίτον, με το αναγνωστικό μου κοινό παλαιότερο και νεότερο (το οποίο δεν γνωρίζω εκ των προτέρων αν και πώς θα υποδεχθεί και θα προσλάβει το νέο μου πόνημα).
Τέταρτον, με την κριτική (αν και τι απήχηση θα έχει στον ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό χώρο των ειδημόνων της λογοτεχνίας). Όλα αυτά ανεβάζουν στα ύψη την αδρεναλίνη κάθε επαγγελματία συγγραφέα.
Πάντως προσωπικά δεν αγχώνομαι ιδιαίτερα, αφού όσα διηγήματα της συλλογής μου προδημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα σε διάφορα περιοδικά, έντυπα και ιδίως ηλεκτρονικά, διαβάστηκαν από χιλιάδες αναγνώστες. Αυτό και μόνο είναι ένας καλός οιωνός.
SBS: Πού και πώς μπορεί κανείς να προμηθευτεί το βιβλίο σας στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Αυστραλία;
Γ.Β.: Το βιβλίο μου εκδόθηκε από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο “Οδός Πανός”, με τον οποίο συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια, και μπορεί να το προμηθευτεί από τα βιβλιοπωλεία των χωρών που αναφέρατε, ή παραγγέλλοντάς το απ’ τον εκδότη ή κάποιο βιβλιοπωλείο μέσω του Διαδικτύου.
Στη Μελβούρνη υπάρχει ήδη στις περισσότερες δημόσιες βιβλιοθήκες της πόλης. Εάν επιθυμεί να το προμηθευτεί κανείς, μπορεί να το αναζητήσει στα γραφεία της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας.