Η Ελένη Κανταράκια και οι γονείς της βρίσκονταν στη πτήση QR908 της Qatar Airways από την Ντόχα, στην οποία επέβαιναν επιβάτες που είχαν προσβληθεί με τη νέα παραλλαγή του κορωνοϊού.
Κύρια Σημεία
- Πως ξεπέρασε τα γραφειοκρατικά εμπόδια για το ταξίδι της επιστροφής
- Τι λέει για την εμπειρία της στο αεροπλάνο και την μετέπειτα αγωνία της
- Η «δίψα» να αγκαλιάσει τα προσφιλή της πρόσωπα μετά την καραντίνα
Μιλώντας στο Ελληνικό Πρόγραμμα της Ραδιοφωνία SBS για την πτήση της στους Αντίποδες, υπογραμμίζει πως η ασφάλεια των επιβατών έγκειτο κυρίως στη συνείδηση του καθενός.
«Κατά τη διάρκεια της πτήσης ο κάθε επιβάτης καθόταν σε απόσταση από τον άλλο, ανάμεσά μας δηλαδή υπήρχαν κενές θέσεις και αυτό ήταν κάτι που μας έκανε να νιώθουμε ασφάλεια. Είμασταν με τις μάσκες συνέχεια, βέβαια όταν έπρεπε να φάμε ή να πιούμε, εκεί βγάζαμε όλοι τις μάσκες και αυτό ήταν ένα θέμα. Οι τουαλέτες πάλι, δεν έβλεπα κάποιον να περνάει και να τις απολυμαίνει μετά από κάθε χρήση. Ήταν καθαρά δικό μας θέμα να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Ο καθένας δηλαδή είχε την ευθύνη του εαυτού του, στην ουσία».
Η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τις διεθνείς αφίξεις, επέτρεψε στην ομογενή να πραγματοποίηση το ταξίδι της επιστροφής, καθώς μοιράζεται τον χρόνο της μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας.
Τα γραφειοκρατικά εμπόδια ξεπεράστηκαν και έτσι η ίδια και οι γονείς της βρέθηκαν σε μια από τις πτήσεις επαναπατρισμού.
Το πολύωρο ταξίδι, κάτω από πρωτόγνωρες συνθήκες, δεν πτόησε το ηθικό αρκετών ομογενών που είχαν επιβιβαστεί στην ίδια πτήση, αναφέρει η κ. Κανταράκια.
«Είμασταν όλοι ενθουσιασμένοι που επιτέλους μετά από δύο χρόνια καταφέρναμε να γυρίσουμε πίσω στην Αυστραλία. Κάποιοι συνέχιζαν για Καμπέρα και κάποιοι άλλοι για Μελβούρνη, δεν είχαμε όλοι ως προορισμό μας το Σύδνεϋ», είπε.
Η άφιξη στην Αυστραλία αναμενόταν να αποτελέσει για όλους την απαρχή μιας άλλης «Οδύσσειας».Οι αρχές ενημέρωσαν την επομένη για τον εντοπισμό κρούσματος της νέας παραλλαγής Όμικρον στη πτήση QR908, ξεκινώντας την καραντίνα που επιβάλλεται από τα υγειονομικά πρωτόκολλα.
Η Ελένη Κανταράκια στο πλάι των γονιών της, ενώ σε πρώτο πλάνο διακρίνεται η κόρη της Source: Facebook/Vanessa Boultadaki
«Το ίδιο βράδυ που φτάσαμε το ακούσαμε στις ειδήσεις, δεν είχαμε λάβει εμείς κάποιο μήνυμα. Είδαμε ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με την πτήση μας. Την επόμενη ημέρα, τα ξημερώματα, ήρθε η Αστυνομία εδώ στον χώρο μας και μας ενημέρωσε», είπε.
Το αίσθημα της ατυχίας, του θυμού, αλλα κυρίως της αγωνίας, κυρίευσαν την Ελένη Κανταράκια.
«Τις πρώτες μέρες μόλις έμαθα ότι πρέπει να μείνουμε σε καραντίνα και ότι μέσα στο αεροπλάνο μας υπήρξε κάποιος με COVID αισθάνθηκα θυμό, αισθάνθηκα ατυχία. Μετά άρχισα να ανησυχώ γιατί ήμουν μαζί με τους ηλικιωμένους γονείς μου, δεν ήξερα κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος πραγματικά και για αυτούς. Πόσο κοντά είμασταν με κάποιον επιβάτη που ήταν ήδη μολυσμένος; Μπορώ να πω ότι αντικαταστάθηκε η αίσθηση αυτή της ατυχίας από την αγωνία και την ανησυχία.
Τώρα όσο περνάει ο καιρός και βλέπω ότι είμαστε καλά, ότι δεν έχουμε κανένα σύμπτωμα. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι αισιόδοξη ότι θα είναι μια περιπέτεια η οποία θα διαρκέσει δύο εβδομάδες και θα περάσει», είπε χαρακτηριστικά.