Μιά νέα έρευνα του πανεπιστημίου Monash κατέγραψε ελάχιστη δράση στην προετοιμασία των ευάλωτων κονοτήτων την τελευταία δεκαετία, παρά το γεγονός ότι φυσικές καταστραφές λαμβάνουν χώρα όλο και πιο συχνά και με μεγαλύτερη ένταση.
Το ερώτημα ‘ πως μπορούμε να μάθουμε να ζούμε με τις επιπτώσεις τις κλιματικής αλλαγής’ απασχόλησε την σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το κλιμα COP-13, το 2007.
Η διεθνής κοινότητα άρχισε να κατανοεί ότι η προσαρμοστικότητα (ή ανθεκτικότητα) στην κλιματική αλλαγή είναι τόσο σημαντική όσο και η αντιμετώπιση και μετρίαση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Ένα χρόνο αργότερα, το 2008, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εγκαινίασε την Εθνική Ερευνητική Μονάδα για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή [[NCCARF]]. Στόχο της: η ανάπτυξη των γνώσεων που χρειάζονται οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων για την αποτελεσματική προσαρμογή της Αυστραλίας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, τα πορίσματά της δεν έχουν ακόμη «μεταφραστεί» σε δράση.
Η έρευνα του Πανεπιστημίου Monash εξέτασε αυτή την καθυστέρηση. Τα πορίσματα δείχνουν ότι η δράση, σε επίπεδο κοινοτήτων, σε θέματα κλιματικής αλλαγής και στις τρία επίπεδα διακυβέρνησης – τοπικό, πολιτειακό, ομοσπονδιακό – ήταν ανεπαρκής με αποτέλεσμα να υπάρξει ελάχιστη αλλαγή στην δεκαετία 2012 – 2022.
Μια δεύτερη μελέτη, από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας (University of New South Wales) διαπίστωσε ότι η ανάκαμψη από καταστροφές καθυστερεί λόγω έλλειψης στρατηγικής.
Η έλλειψη στρατηγικής έχει επίσης επιταχύνει τις πιέσεις που ασκεί στους πολίτες το κόστος διαβίωσης.
Η διαγενεακή έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών επεσήμανε την κλιμάκωση του κόστους των φυσικών καταστροφών που επωμίζονται οι φορολογούμενοι – κόστος που έφτασε τα 7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022.
Η μελέτη του Συμβουλίου Κλίματος με τίτλο «Κλιματικό τραύμα 2023» διαπίστωσε ότι το 80% των Αυστραλών βίωσαν κάποια μορφή φυσικής καταστροφής τουλάχιστον μία φορά από το 2019.